μονώνω

μονώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) изолировать; отделять, обособлять; 2) физ. эл. изолировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μονώνω" в других словарях:

  • μονώνω — μονώνω, μόνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μονώνω — (ΑΜ μονῶ, όω Μ και μονώνω) [μόνος] κάνω κάτι να μείνει μόνο ή ερημικό, αποχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, απομονώνω νεοελλ. (σχετικά με ηλεκτρικό ρεύμα, θερμότητα ή ήχο) κάνω μόνωση νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μεμονωμένος, η, ο(ν) μοναδικός,… …   Dictionary of Greek

  • μονώνω — μόνωσα, μονώθηκα, μονωμένος 1. αποχωρίζω, απομονώνω: Ζούσε μονωμένος στο βουνό. 2. (φυσ.), περιβάλλω κάτι με ύλη που εμποδίζει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος, θερμότητας ή ήχου: Μονώσαμε τα φθαρμένα καλώδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονωτήρας — Σώμα με κατάλληλη μορφή, κατασκευασμένο από μονωτικό υλικό. Η έννοια του όρου μονωτήρας έχει περιοριστεί στην ηλεκτρική μόνωση, εξαιτίας της χρήσης του. Τα συνηθέστερα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των μ. είναι η πορσελάνη, το… …   Dictionary of Greek

  • μονωτής — ο (φυσ. τεχνολ.) σώμα ή ουσία τού οποίου η ηλεκτρική ή η θερμική αγωγιμότητα είναι μηδενική ή πολύ μικρή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μονωτής (< μονώνω) είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. isolant] …   Dictionary of Greek

  • μονώ — μονῶ, όω (ΑΜ, Α ιων. τ. μουνῶ, όω) βλ. μονώνω …   Dictionary of Greek

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μόνωμα(ν) — μόνωμα(ν), τὸ (Μ) [μονώνω] μόνωση, απομόνωση, μοναξιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»